- παριανός
- -ή, -όαυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Πάρο: Παριανό μάρμαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παριανός — και σπάν. τ. παριανεϊκός, ή, ό [Πάρος] 1. ο πάριος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Παριανός και η Παριανή ο κάτοικος τής Πάρου … Dictionary of Greek
Πάριος — α, ο [Πάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Πάρο ή προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρια ον.) ο Πάριος και η Πάρια ο κάτοικος τής Πάρου, ο Παριανός 3. φρ. «πάριο μάρμαρο» ή «πάριο χρονικό» επιγραφή γραμμένη στην αττική… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek